ανακάρδιο(ν)

ανακάρδιο(ν)
το красное дерево

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανακάρδιο(ν)" в других словарях:

  • ανακάρδιο — (anacardium).Επιστημονική ονομασία γένους θάμνων ή δέντρων της οικογένειας των ανακαρδιιδών, ιθαγενών της τροπικής Αμερικής. Τα φυτά αυτά διακρίνονται για τα πολυάριθμα μικρά άνθη τους. Από τα οκτώ είδη του γένους, το α. το δοντικό καλλιεργείται… …   Dictionary of Greek

  • Ανακαρδιίδες — (anacardiaceae).Οικογένεια δενδρωδών και θαμνωδών φυτών, ιθαγενών κυρίως των τροπικών περιοχών. Μερικά είδη φυτρώνουν και βορειότερα. Έχουν φύλλα πτεροειδή και άνθη μικρά, διγενή ή μονογενή δίοικα. Ο καρπός τους είναι δρύπη με ρητινώδες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»